Θεσσαλική

Θεσσαλική
Θεσσαλικός
chair
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλικῇ — Θεσσαλικός chair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλικῆι — Θεσσαλικῇ , Θεσσαλικός chair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλικῆι — Θεσσαλικῇ , Θεσσαλικός chair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλικῇ — Θεσσαλικῇ , Θεσσαλικός chair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλική — Θεσσαλική , Θεσσαλικός chair fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… …   Dictionary of Greek

  • θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”